παραμορφώνω — παραμορφώνω, παραμόρφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμορφώνω — παραμόρφωσα, παραμορφώθηκα, παραμορφωμένος 1. αλλοιώνω, αλλάζω στο χειρότερο τη μορφή, κάνω κάτι αγνώριστο: Τα τραύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο. 2. παραποιώ, παρουσιάζω αλλιώς κάτι: Παραμόρφωσε σκόπιμα την αλήθεια. 3. (ειρων.), μορφώνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμορφίζω — παραμορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
παραμόρφωμα — το το αποτέλεσμα τού παραμορφώνω, η παραμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αποκοσμώ — (AM ἀποκοσμῶ, έω) αφαιρώ τον στολισμό, τα στολίδια 1. αφαιρώ, απομακρύνω 2. παραμορφώνω κάτι 3. απομακρύνω από τον κόσμο, φονεύω … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek